- ἐνσκήπτει
- ἐνσκήπτωhurlpres ind mp 2nd sgἐνσκήπτωhurlpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναποσκηπτικός — ἐναποσκηπτικός, ή, όν (Α) αυτός που ενσκήπτει, που εισβάλλει βίαια, που επέρχεται ορμητικά … Dictionary of Greek
πορφύρεος — (I) έη, ον, Α βλ. πορφυρός. (II) έη, ον, και αιολ. τ. πορφύριος, ον, Α 1. (για θάλασσα ή για ποταμό) αυτός που είναι αναταραγμένος ή αυτός που έχει σκοτεινή όψη 2. (για αίμα) αυτό που χύνεται ορμητικά («αἵματι δὲ χθὼν δεύετο πορφυρέῳ», Ομ. Ιλ.) 3 … Dictionary of Greek
προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… … Dictionary of Greek
σκηπτός — ὁ, Α [σκήπτω] 1. κεραυνός («βροντῆς γενομένης σκηπτὸς πεσεῑν εἰς τὴν οἰκίαν», Ξεν.) 2. μτφ. α) καταιγίδα β) ανεμοστρόβιλος γ) πολεμική επιδρομή («σκηπτοῡ πιόντος πολεμίων», Ευρ.) δ) είδος παρασίτου 3. φρ. α) «σκηπτὸς λοιμοῡ» λοιμός που ενσκήπτει… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek